- κνημός
- (5ος αι. π.Χ.). Σπαρτιάτης ναύαρχος. Ανέπτυξε δράση στον Πελοποννησιακό πόλεμο και το 430 π.Χ., επικεφαλής εκατό σκαφών, αποβιβάστηκε στη Ζάκυνθο λεηλατώντας τα παράλιά της. Στη συνέχεια πολιόρκησε τη Στράτο αλλά ηττήθηκε και υποχώρησε στην Κυλλήνη. Το 429 π.Χ., νικήθηκε από τον Αθηναίο Φορμίωνα στη ναυμαχία του Ρίου και κατέφυγε στον κόλπο της Άμφισσας. Επιχείρησε, τότε, λεηλασία του Πειραιά και της Σαλαμίνας, αλλά φοβούμενος την ισχύ του αθηναϊκού στόλου, αποχώρησε.
* * *κνημός, ὁ (AM)κλιτύς όρουςαρχ.1. (κατά τον Ευστ.) (στους Αργείους) η ρίγανη2. φρ. «δημόσιος κνημός» — δημόσιο άλσος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με ορισμένες γερμανικές λ., όπως, λ.χ., με το κάτω γερμ. hamm «δασωμένο βουνό». Εντελώς αβέβαιη η σύνδεσἠ του με το κνήμη.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. βαθύκνημος, πολύκνημος].
Dictionary of Greek. 2013.